υδρομ(ε)ίκτης

υδρομ(ε)ίκτης
ὁ, Μ
1. αυτός που αναμιγνύει κρασί με νερό, που νερώνει το κρασί
2. συνεκδ. αυτός που εξαπατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + μ(ε)ίκτης (< μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. αιμο-μείκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”